Δημοσιεύουμε την απόφαση του τριτοβάθμιου διατραπεζικού συμβουλίου για απολυμένο συνάδελφο και η οποία τον διακαιώνει πανηγυρικά.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ
ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΟ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ (T.Δ.Π.Σ.)
Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ O - Α Π Ο Φ Α Σ Η -19-
Συνεδρίαση 19ης/4/ 2013
Σήμερα, 19 Aπριλίου 2013, ημέρα Παρασκευή και ώρα 11.00 π.μ., συνήλθε στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Πρόνοιας (Πειραιώς 40), στην Αθήνα, σε τακτική συνεδρίαση, το Τριτοβάθμιο Διατραπεζικό Πειθαρχικό Συμβούλιο – Τ.Δ.Π.Σ. που θεσπίστηκε με την 18617/1982 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας «Δημοσίευση της από 4-8-82 Σ.Σ.Ε. περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Τραπεζών» όρος 21α (ΦΕΚ 601/Β’/19-8-82), η οποία κυρώθηκε με το Ν.1346/83 (ΦΕΚ 46/Α΄/14-4-83, άρθρο 29, παρ.2), και τελευταία επανασυγκροτήθηκε με την υπ’ αριθμ. 9359 / Δ1.2280 / 02-4-2013 (ΑΔΑ:ΒΕΑ1Λ-ΔΝΘ) Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Πρόνοιας.
Στη συνεδρίαση προσήλθαν και παρέστησαν νόμιμα, οι παρακάτω :
1. Κωνσταντίνος Αγραπιδάς, εκπρόσωπος του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης & Πρόνοιας, Πρόεδρος του Συμβουλίου.
2. Γεώργιος Καμπουράκης, εκπρόσωπος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών – Ε.Ε.Τ.,
Τακτικό Μέλος του Συμβουλίου.
3. Αθανάσιος Σταθόπουλος, εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών
Οργανώσεων Ελλάδος – Ο.Τ.Ο.Ε.,
Τακτικό Μέλος του Συμβουλίου.
Στη Συνεδρίαση παρέστη ως Γραμματέας του Συμβουλίου, ο Εμμανουήλ Φιολάκης, υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Πρόνοιας, με βαθμό Γ’, του κλάδου ΠΕ Δ/κού.
Αφού διαπιστώθηκε απαρτία, ο Πρόεδρος έθεσε υπόψη του Συμβουλίου το δεύτερο θέμα της ημερήσιας διάταξης:
Προσφυγή ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΩΤΣΙΔΗ, από 27-5-2011 ενώπιον του Τριτοβαθμίου Διατραπεζικού Πειθαρχικού Συμβουλίου (Τ.Δ.Π.Σ), κατά της υπ’ αριθ. 3 / 21-3-2011 απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής απόλυσης.
Ενώπιον του Συμβουλίου προσήλθαν, οι:
1. Νικόλαος Κωτσίδης, προσφεύγων, με Α.Δ.Τ. ΑΒ 885862
2. Βασίλειος Κοντός, πληρεξούσιος δικηγόρος του προσφεύγοντα (Α.Μ./Δ.Σ.Α.31034 )
3. Αλεξόπουλος Κωνσταντίνος, μάρτυρας με Α.Δ.Τ. Π 630415
Aκολούθως, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, αφού ζήτησε από τον παριστάμενο μάρτυρα να αποχωρήσει μέχρι την κλήτευσή του, προχώρησε στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και ανέφερε ότι η Γενική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. δεν προσήλθε, αν και εκλήθη εγγράφως να παρασταθεί, ούτε υπέβαλε τον ζητούμενο από το Συμβούλιο πειθαρχικό φάκελο του προσφεύγοντος. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος ανέγνωσε την πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, με την αριθ. 3 / 21-3-2011 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Γενικής Τράπεζας, καθώς και τα πειθαρχικά παραπτώματα που του αποδίδονται, όπως αυτά περιγράφονται στην υπ’ αριθ. 12 / 27-9-2010 απόφαση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Τράπεζας. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος ζήτησε από τον προσφεύγοντα να περιγράψει τα πραγματικά περιστατικά καθώς και να τοποθετηθεί ως προς τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες.
Ο προσφεύγων έκανε λόγο για την 24χρονη υπηρεσία του στην Τράπεζα, στην οποία προσελήφθη αρχικά ως δόκιμος λογιστής και ανελίχθηκε έως το βαθμό του υποτμηματάρχη στο κατάστημα της Έδεσσας, όπου ανέφερε ότι εργαζόταν από τον Ιούνιο του 2006 έχοντας αρμοδιότητες Συμβούλου πελατών επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με δικαίωμα β΄ υπογραφής, ως Προϊστάμενος χορηγήσεων. Σχετικά με το περιστατικό εξαιτίας του οποίου κινήθηκε η εις βάρος του πειθαρχική διαδικασία η οποία εν τέλει κατέληξε στην άδικη, όπως τη χαρακτήρισε, απόλυσή του, είπε ότι τα γεγονότα, όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο της Τράπεζας είναι αναληθή και ψευδή. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων ανέφερε ότι ο διευθυντής του, ο κ. Τσελεμπής τον είχε καλέσει στο γραφείο του προκειμένου να του θέσει υπόψη την αρνητική του αξιολόγηση που αφορούσε στο έτος 2009. Στην κατ΄ ιδίαν συνάντησή τους, ο προσφεύγων ανέφερε ότι αντέδρασε, διαφωνώντας ότι η απόδοσή του υπολειπόταν των στόχων που είχε θέσει η Τράπεζα για το κατάστημα. Την αντίδρασή του αυτή, ο προσφεύγων ανέφερε ότι την εξέφρασε μεν έντονα, παραδεχόμενος ότι υπήρχε ένταση στην συνομιλία του με το διευθυντή του, πλην όμως δεν έκανε κατάχρηση του δικαιώματός του να διαφωνήσει και σε καμία περίπτωση δεν αντέδρασε όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, με υβριστικό ή απειλητικό τρόπο. Περαιτέρω, ο προσφεύγων ανέφερε ότι το κατηγορητήριο και η πειθαρχική του παραπομπή στηρίχθηκε στην αναληθή αναφορά του διευθυντή του –την οποία ο ίδιος φρόντισε αργότερα να ανακαλέσει με ένορκη κατάθεσή του– ότι δήθεν δυσφήμισε το κατάστημα λόγω της έντονης, ανάρμοστης και αντιεπαγγελματικής φραστικής επίθεσης απέναντι του ώστε, πελάτισσα η οποία βρισκόταν εντός του καταστήματος δυσαρεστήθηκε και γι΄ αυτό προέβη στο κλείσιμο του λογαριασμού της και στην ανάληψη του υπολοίπου της, το οποίο ανερχόταν σε 10.000 ευρώ. Ο προσφεύγων εξέφρασε τις αμφιβολίες του αν υπήρχε εκείνη τη στιγμή κάποιος πελάτης, ο οποίος σίγουρα δεν θα έκλεινε το λογαριασμό του και δε θα προέβαινε σε ανάληψη του υπολοίπου του και μάλιστα τέτοιου ύψους, επηρεαζόμενος μόνο από ένα ενδοϋπηρεσιακό επεισόδιο, χωρίς προηγουμένως να έχει προαποφασίσει τη διάθεση του προς ανάληψη ποσού, ή την επιλογή κάποιου άλλου πιστωτικού ιδρύματος με συμφερότερους όρους επένδυσης ή απόδοσης των χρημάτων του.
Σχετικά, ο προσφεύγων ανέφερε ότι στην απάντησή του, όταν κλήθηκε αρχικά δια ηλεκτρονικής αλληλογραφίας να δώσει εξηγήσεις για το υποτιθέμενο επεισόδιο, παράλληλα με την δήλωσή του, ότι διαμαρτυρήθηκε κόσμια και κατ’ ιδίαν στο γραφείο του διευθυντή με κλειστή την πόρτα, ζήτησε γραπτή δήλωση της πελάτισσας η οποία να βεβαιώνει ότι η απόφασή της για κλείσιμο του λογαριασμού προέκυψε λόγω του προαναφερόμενου επεισοδίου. Επιπροσθέτως, ο προσφεύγων δήλωσε ότι ζητούσε στην απολογία του να αναφέρει ο διευθυντής το ακριβές περιεχόμενο της υποτιθέμενης φραστικής επίθεσης που επικαλούταν ότι δέχθηκε από τον προσφεύγοντα, κάτι το οποίο τελικά δεν έκανε ούτε πριν την έναρξη, αλλά και σε κανένα στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Συνεπώς, κατέληξε ο προσφεύγων δεν αποδεικνύεται η υποτιθέμενη απρεπής συμπεριφορά του στην οποία βασίστηκε η πειθαρχική του παραπομπή και εν τέλει η απόλυσή του.
Το λόγο ζήτησε ο δικηγόρος του προσφεύγοντα, ο οποίος ανέφερε ότι η απόλυση του προσφεύγοντα είναι παράνομη και καταχρηστική καθώς, οι σχετικές αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων δεν ήταν αιτιολογημένες, αφού οι κατηγορίες στις οποίες βασίστηκαν, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 14 παρ. 8 και 36 παρ. 1 του Οργανισμού της Γενικής Τράπεζας, ουδόλως στοιχειοθετήθηκαν. Αδιάσειστο στοιχείο το οποίο τεκμηριώνει τα προεκτεθέντα, αποτελεί η ένορκη κατάθεση του διευθυντή του προσφεύγοντα κ. Τσελεμπή στην οποία άλλαξε την αρχική κατάθεσή του, δηλώνοντας ότι η διαφωνία του προσφεύγοντα, εκφράστηκε κατ΄ιδίαν στο γραφείο του και με κλειστή την πόρτα, ενώ δεν έγινε αντιληπτή ούτε από το προσωπικό ούτε από την πελάτισσα του καταστήματος, η οποία διέκοψε τη συνεργασία της με την Τράπεζα για δικούς της λόγους και όχι επειδή δυσαρεστήθηκε λόγω της έντονης διαφωνίας του προσφεύγοντα, όπως εσφαλμένα είχε εκτιμήσει αρχικά ο κ. Τσελεμπής. Συνεπώς, κατά δήλωση του κ. Τσελεμπή, δεν τίθεται θέμα δυσφήμισης του καταστήματος από τον προσφεύγοντα.
Ακολούθως, μέλος του Συμβουλίου κάλεσε τον προσφεύγοντα να τοποθετηθεί αναφορικά με τις δύο εναντίον του καταθέσεις στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, τόσο από συνάδελφό του στο κατάστημα, όσο και από το διευθυντή του, για την εκ μέρους του υβριστική και απειλητική συμπεριφορά, πριν την έκδοση της απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Επιπροσθέτως, το μέλος του Συμβουλίου ρώτησε τον προσφεύγοντα για ποιό λόγο θεωρεί ότι ο κ. Τσελεμπής αναίρεσε εκ των υστέρων την αρχική του κατάθεση. Ο προσφεύγων απήντησε ότι τα εν λόγω σχετικά παράπονα προς το αστυνομικό τμήμα ήταν ψευδή και ακριβώς επειδή θα αποδεικνυόταν η αλήθεια, ο διευθυντής ανακάλεσε την κατάθεσή του, προκειμένου να αποφύγει ποινικές ευθύνες. Ακόμη ανέφερε ότι είναι άξιον απορίας γιατί τα προαναφερόμενα παράπονα για τη συμπεριφορά του, δεν έγιναν και στην υπηρεσία.
Ο δικηγόρος του προσφεύγοντα χαρακτήρισε ψευδείς τις καταθέσεις-παραπόνα των δύο μαρτύρων προς το αστυνομικό τμήμα, οι οποίες ήταν πανομοιότυπες, έγιναν εκ των υστέρων και όχι τυχαία πριν την απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, εξυπηρετώντας την προσχηματική και άδικη απόλυση του προσφεύγοντα, στο πλαίσιο της εφαρμογής της τακτικής των απολύσεων της Τράπεζας. Το γεγονός όμως, ότι δεν κλήθηκαν από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο να καταθέσουν σχετικά οι καταγγέλλοντες, καταρρίπτει την εις βάρος του προσφεύγοντα πειθαρχική διαδικασία και ενδεχομένως να στοιχειοθετεί και πειθαρχικό παράπτωμα.
Στο σημείο αυτό, το λόγο πήρε ο προσφεύγων ο οποίος ανέφερε ότι και ο ανακριτής αλλά και στο δικαστήριο ο εισαγγελέας ρώτησαν την πλευρά της Τράπεζας ποια ήταν η πελάτισσα η οποία εξαιτίας της συμπεριφοράς του προσφεύγοντα έκλεισε το λογαριασμό της στο κατάστημα, χωρίς όμως το ερώτημα να απαντηθεί. Περαιτέρω ανέφερε ότι σε κανένα στάδιο της Πειθαρχικής διαδικασίας δεν κλήθηκε η πελάτισσα, ούτε προσκομίστηκε δήλωσή της ή έγινε αναφορά έστω στο όνομά της, ώστε να αποδειχθεί η εις βάρος του κατηγορία, της δυσφήμισης της
Τράπεζας από την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του προσφεύγοντα η οποία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο της Τράπεζας, είχε ως αποτέλεσμα η πελάτισσα να κλείσει το λογαριασμό της. Το γεγονός αυτό, καταδεικνύει το αβάσιμο και το αναληθές της κατηγορίας περί δυσφήμισης της Τράπεζας, λόγω της υποτιθέμενης αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, πράγμα το οποίο εκ των υστέρων αποδείχθηκε από την ένορκη κατάθεση του διευθυντή του.
Απαντώντας σε ερώτημα μέλους του Συμβουλίου αν στην απόλυση του προσφεύγοντα έπαιξε ρόλο ο αριθμός αναρρωτικών αδειών που είχε λάβει, ο συνήγορός του ανέφερε ότι οι εν λόγω άδειες ήταν εγκεκριμένες και νόμιμες λόγω προβλημάτων υγείας του προσφεύγοντα και ότι η επιβαλλόμενη ποινή της απόλυσης είναι εξοντωτική και δυσανάλογη για το περιστατικό της διαφωνίας με το διευθυντή του.
Στη συνέχεια, ο συνήγορος του προσφεύγοντα ανέφερε ότι η ακολουθούμενη διαδικασία με την οποία κλήθηκε αρχικά ο προσφεύγων να απολογηθεί –από τον εντεταλμένο σύμβουλο και μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας– για το περιστατικό με το διευθυντή του, δεν ήταν η προβλεπόμενη, βάση του Οργανισμού Προσωπικού της Τράπεζας και ειδικότερα του άρθρου 38. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ουσιαστικά η πειθαρχική διαδικασία ουσιαστικά ξεκίνησε σχεδόν τέσσερις (4) μήνες αργότερα με την εκ νέου κλήση σε απολογία του προσφεύγοντα για το επίμαχο επεισόδιο, αυτή τη φορά κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο προσφεύγων, ο οποίος ανέφερε ότι η κλήση του σε απολογία για το προ τεσσάρων μηνών περιστατικό έγινε προκειμένου να εκβιαστεί να δεχθεί αδιαμαρτύρητα την ταυτόχρονη χρονικά μετάθεσή του στην Αθήνα, χωρίς να ασκήσει τα δικαιώματα του, αφού ουσιαστικά η μετάθεσή του συνιστούσε, για οικονομικούς και οικογενειακούς λόγους, καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. Ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι για την μονομερή αυτή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του είχε αρχικά ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το δικαστήριο, διαδικασία που δεν ολοκλήρωσε στη συνέχεια.
Ακολούθως ο δικηγόρος του προσφεύγοντα, ανέφερε ότι και η σύνθεση του Δευτεροβαθμίου Συμβουλίου, ελέγχεται για την νομιμότητά της και ως εκ τούτου και η απόφαση για την απόλυση του κ. Κωτσίδη που έλαβε, καθώς δύο (2) από τα μέλη του μετείχαν και στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Καταλήγοντας, ο συνήγορος ανέφερε ότι η Τράπεζα παρανόμως δεν έδωσε τον πειθαρχικό φάκελο στον προσφεύγοντα, ως όφειλε.
Στη συνέχεια, μέλος του Συμβουλίου ζήτησε από τον προσφεύγοντα να επανεκτιμήσει την συμπεριφορά του στην κατ΄ ιδίαν συνάντησή με το διευθυντή του. Ο προσφεύγων, ανέφερε ότι διαμαρτυρήθηκε έντονα μεν χωρίς όμως να ξεπεράσει το μέτρο, καθώς θεώρησε άδικη την για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά αρνητική αξιολόγησή του στην πενταετή του θητεία στο κατάστημα της Έδεσσας, εκτιμώντας ότι μελλοντικά θα είχε αντίστοιχα αρνητικές επιπτώσεις και στην επαγγελματική του εξέλιξη, μολονότι οι δύο τελευταίες κρίσεις ήταν οι μοναδικές αρνητικές αξιολογήσεις σε ολόκληρη την καριέρα του. Επ΄ αυτού, ανέφερε ότι δεν είχε περάσει ξανά από πειθαρχικό ούτε του είχε επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή, ενώ ουδέποτε είχε γίνει αποδέκτης οιασδήποτε έστω έγγραφης επισήμανσης από την Τράπεζα για τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις του. Όλες οι αξιολογήσεις του ήταν πάντοτε εξαίρετες, δήλωσε ο προσφεύγων.
Ακολούθως, ο προσφεύγων κλήθηκε να απαντήσει σε ερώτημα μέλους του Συμβουλίου εάν πιστεύει ότι η στάση του διευθυντή του είχε σχέση με την συνδικαλιστική του ιδιότητα καθώς και στο ερώτημα του Προέδρου του Συμβουλίου για το ποια εν τέλει κριτήρια επηρέασαν την απόφαση της Τράπεζας να του επιβάλει την ποινή της απόλυσης. Ο προσφεύγων απήντησε ότι ο κ. Τσελεμπής του είχε συστήσει γενικά να απέχει και να μην ασχολείται με τη συνδικαλιστική δράση. Στην προκειμένη περίπτωση όμως η αρνητική αξιολόγηση του από το διευθυντή του και η
έκταση που έδωσε ο τελευταίος στο επεισόδιο με τον προσφεύγοντα έγιναν ουσιαστικά λόγω των διαφωνιών που εξέφραζε ο προσφεύγων στα πιστοδοτικά-πιστοληπτικά κριτήρια που υιοθετούσε ο κ. Τσελεμπής καθώς και της στάσης του προσφεύγοντα η οποία αποτελούσε εμπόδιο για τις εκ μέρους του διευθυντή του παράτυπες χορηγήσεις δανείων και άλλων τραπεζικών προϊόντων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η χορήγηση δανείου ύψους 6000 ευρώ εκ μέρους του κ. Τσελεμπή χωρίς την υπογραφή του προσφεύγοντα ο οποίος είχε δικαίωμα υπογραφής, ως Προϊστάμενος χορηγήσεων. Συμπληρωματικά, ο προσφεύγων ανέφερε ότι ουσιαστικά δικαιώθηκε για τις διαφωνίες του με τον διευθυντή του σε θέματα χορηγήσεων δανείων –αφού ο κ. Τσελεμπής λόγω προαναφερόμενων ενεργειών του τέθηκε σε διαθεσιμότητα από την Τράπεζα–, πλην όμως θεωρεί ότι ακριβώς λόγω αυτής της στάσης του και των διαφωνιών του, ο διευθυντής του έκανε τα αρνητικά φύλλα αξιολόγησης και έδωσε μεγάλη έκταση στο μεταξύ τους επεισόδιο ώστε να κληθεί σε απολογία και να ξεκινήσει η εις βάρος του πειθαρχική διαδικασία. Ο προσφεύγων αναφέρθηκε στη μεγάλη έκταση που έδωσε ο κ. Τσελεμπής στην αντίδραση του, ώστε να χαρακτηριστεί αντισυμβατική και αντιεπαγγελματική, ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο και η δήλωση του ότι προκειμένου να αποδειχθεί ότι ήταν άδικη η αρνητική αξιολόγησή του, θα έκανε χρήση ακόμη και του δικαιώματος του της δικαστικής προσφυγής. Καταλήγοντας, ο προσφεύγων ανέφερε ότι θεωρεί ότι στο πλαίσιο της γενικευμένης τακτικής απολύσεων της τράπεζας, οι προαναφερόμενοι -άνευ πειθαρχικής ουσίας- λόγοι επιστρατεύτηκαν από αυτήν, ώστε να οδηγήσουν στην αποπομπή του από την Τράπεζα.
Στο σημείο αυτό, αφού ο πρόεδρος του Συμβουλίου κάλεσε τον μάρτυρα να προσέλθει, του ζήτησε να αναφέρει τι γνωρίζει για την υπόθεση της απόλυσης του προσφεύγοντα, αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά.
Ο μάρτυρας, δήλωσε ότι ήταν συνάδελφος του προσφεύγοντα για τον οποίο ανέφερε ότι δεν είχε δώσει δικαιώματα στο παρελθόν και δεν είχε δεχθεί επιπλήξεις. Για το επεισόδιο του προσφεύγοντα με το διευθυντή του, ανέφερε ότι υπήρξε, λόγω της αξιολόγησης του προσφεύγοντα, μια έντονη συζήτηση μεν η οποία όμως κανονικά δεν θα έπρεπε να φτάσει στο σημείο να εκδικαστεί από το πειθαρχικό Συμβούλιο της Τράπεζας και να επιφέρει την απόλυση του, καθώς δε στηρίχθηκε σε καμία καταγγελία ουσιαστικά από την πελάτισσα για την αντίδραση του προσφεύγοντα, αλλά χρησιμοποιήθηκε υποθετικά ότι δήθεν αντιλήφθηκε η πελάτισσα το επεισόδιο και επειδή δυσαρεστήθηκε, διέκοψε τη συνεργασίας της με την Τράπεζα. Καταλήγοντας ο μάρτυρας, είπε ότι για το προαναφερθέν μικρής έκτασης επεισόδιο η Τράπεζα εξήντλησε την αυστηρότητά της και απέλυσε τον προσφεύγοντα, χωρίς να κάνει διαβάθμιση της ανάλογης ποινής, προφανώς στο πλαίσιο της ακολουθούμενης τότε τακτικής απολύσεων της Τράπεζας.
Ερωτώμενος ο μάρτυρας από μέλος του Συμβουλίου για τα εάν θεωρούσε ότι ο προσφεύγων ήταν καλός και επαρκής υπάλληλος, απήντησε καταφατικά. Σε διαδοχικό ερώτημα του μέλους του Συμβουλίου εάν θεωρείται κάποιος επαρκής έχοντας δύο συνεχόμενα αρνητικά φύλλα αξιολόγησης, ο μάρτυρας ανέφερε ότι μόνο στο εμπορικό κομμάτι ο προσφεύγων υπολειπόταν μερικώς των στόχων έχοντας εκπληρώσει το 50-60%. Και αυτό γιατί είναι συνάρτηση των στόχων που έχουν τεθεί, οι οποίοι δεν είναι οι ίδιοι όπως ανέφερε ο μάρτυρας. Το μέλος του Συμβουλίου ρώτησε το μάρτυρα πώς κρίνει τη στοχοθεσία του καταστήματος και αν έχει υπόψη του κάποια εξειδίκευση στόχων ανά υπάλληλο ή αν γνωρίζει αν ο προσφεύγων είχε συγκεκριμένα δυσμενή αντιμετώπιση ως προς τη στοχοθεσία, αφού οι στόχοι ενός τραπεζικού καταστήματος ορίζονται και ισχύουν οι ίδιοι για όλους. Στην απάντησή του ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν μπορεί να το γνωρίζει, καθώς δεν τον αφορά.
Εν συνεχεία, το μέλος του Συμβουλίου ρώτησε γιατί δεν διαμαρτυρήθηκε ο προσφεύγων και για τις προηγούμενες αξιολογήσεις και τον τρόπο βαθμολόγησής τους και διαμαρτυρήθηκε μόνο για τις δύο τελευταίες που ήταν αρνητικές.
Παίρνοντας το λόγο ο προσφεύγων απήντησε ότι διαμαρτυρήθηκε έντονα μεν αλλά κόσμια και δεν θεωρεί ότι ξεπέρασε τα όρια. Στη συνέχεια, ζήτησε να παρέμβει ο συνήγορος του προσφεύγοντα ο οποίος ανέφερε ότι ο πελάτης του δεν απολύθηκε λόγω ανεπάρκειας αλλά για μια διαφωνία του η οποία απευθυνόταν προς τον διευθυντή του και όχι προς τους πελάτες και η οποία δεν έγινε κατ΄ εξακολούθηση. Συνεπώς δεν υπάρχει διαβάθμιση της ποινής σύμφωνα με τον Οργανισμό Προσωπικού καθώς δεν υπάρχει αναλογία της επιβαλλόμενης ποινής με το περιστατικό. Επιπροσθέτως, η ποινή είναι άδικη καθώς κατ΄ ουσίαν δεν συνδέεται με το επίμαχο επεισόδιο αλλά επήλθε ως συνέπεια διάφορων λόγων, όπως εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει και ο κ. Τσελεμπής στην ένορκη κατάθεσή του, προφανώς στο πλαίσιο της τακτικής απολύσεων την τράπεζας. Ερωτώμενος από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου εάν αξιοποίησε ή πως προτίθεται να αξιοποιήσει εις όφελος του πελάτη του την ένορκη βεβαίωση του κ. Τσελεμπή, απήντησε ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη καθώς οι βεβαιώσεις δεν συνιστούν αποδεικτικό στοιχείο
Στο σημείο αυτό και εφόσον διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει άλλη ερώτηση αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά, ο Πρόεδρος έδωσε τέλος στην ακροαματική διαδικασία και ευχαρίστησε τον προσφεύγοντα και το συνήγορό του, καθώς και το μάρτυρα, οι οποίοι απεχώρησαν από την αίθουσα.
Ακολούθησε σύσκεψη, μεταξύ του Προέδρου και των Μελών του Συμβουλίου, οι οποίοι κατέληξαν ότι δεν πείστηκαν για την υπέρ του μέτρου συμπεριφορά του προσφεύγοντα, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο της Τράπεζας, αφού τα στοιχεία που προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία δεν συνηγορούν σε αυτό και δεν το αποδεικνύουν
Ύστερα από τα ανωτέρω, το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη,
1. Την υπ’ αριθ. 81 / 27-5-2011, προσφυγή ενώπιόν του, του κου Νικολάου Κωτσίδη, καθώς και τους ισχυρισμούς του αναφορικά με τις κατηγορίες που του αποδίδονται, εκ μέρους της Τράπεζας,
2. Την αριθ. 33 / 15-4-2013 πρόσκληση του Συμβουλίου προς τον κο Νικόλαο Κωτσίδη και τη Γενική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ,
3. Την αριθ. 15 / 9-7-2012 επιστολή του Συμβουλίου προς την Γενική Τράπεζα για την αποστολή του πειθαρχικού φακέλου του κου Νικολάου Κωτσίδη Σκλαβενίτη,
4. Την αριθ. 772 / 16-7-2012 επιστολή της Τράπεζας προς το Συμβούλιο καθώς και τα συνημμένα σχετικά που εστάλησαν με το αρ. 780 / 15-7-2012 έγγραφό της.
5. Τα στοιχεία και έγγραφα της εξεταζόμενης υπόθεσης που υποβλήθηκαν από την πλευρά του προσφεύγοντα
6. Τις καταθέσεις και διευκρινίσεις του προσφεύγοντα και του συνηγόρου του, κατά την ακροαματική διαδικασία και
7. Την κατάθεση του εξετασθέντα μάρτυρος,
:
Α Π Ο Φ Α Σ Ι Ζ Ε Ι
Δέχεται, ομόφωνα, εν μέρει την προσφυγή.
Μετατρέπει, κατά πλειοψηφία, την ποινή της οριστικής απόλυσης σε προσωρινή παύση δεκαπέντε (15) ημερών, με ισόχρονη στέρηση του συνόλου των αποδοχών του προσφεύγοντα.
Το μέλος του Συμβουλίου που μειοψήφησε, πρότεινε την ποινή της προσωρινής παύσης ενός (1) μηνός αντιστοίχως, με ισόχρονη στέρηση του συνόλου των αποδοχών του προσφεύγοντα.
O ΠΡΟΕΔΡΟΣ TOΥ Τ.Δ.Π.Σ ΤΑ ΜΕΛΗ
Kων/νος Αγραπιδάς Γεώργιος Καμπουράκης Αθανάσιος Σταθόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου